αμπελοφυτεία

αμπελοφυτεία
η
1. φυτεία, συστάδα κλημάτων, αμπελώνας
2. νεοφύτευτο αμπέλι, φυτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + -φυτεία < φυτεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπελοφυτεία — η φυτεία από αμπέλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

  • αμπελώνας — ο (Α ἀμπελών) [ἄμπελος] συστάδα από κλήματα, αμπελοφυτεία, αμπέλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”